προσαυξω

προσαυξω
    προσαύξω
    Polyb. = προσαυξάνω См. προσαυξανω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "προσαυξω" в других словарях:

  • προσαύξω — πρόσ αὐξάνω increase pres subj act 1st sg πρόσ αὐξάνω increase pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …   Dictionary of Greek

  • προσάνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «προσαύξω». [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄνω (παρλλ. τ. τού ἀνύω) «διανύω, τελειώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαυξάνω — ΝΜΑ, προσαύξω Α [αὐξάνω/αὔξω] 1. κάνω κάτι ακόμα μεγαλύτερο ή περισσότερο, αυξάνω, ενισχύω 2. αυξάνομαι, μεγαλώνω («τὰ ἐμβατήκια τῶν ἐκκλησιῶν προσηύξησαν», Σάθ.) αρχ. προσθέτω σε κάτι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»